- συμπύκνωση
- [-ις (-εως)] η1) сгущение; уплотнение; конденсация; 2) уплотнение; смыкание (рядов и т. п.); сдвигание (стульев и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπύκνωση — η αύξηση της πυκνότητας: Συμπύκνωση των αερίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπύκνωση — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του αερίου στην κατάσταση του υγρού. Με σταθερή πίεση, η σ. πραγματοποιείται σε ορισμένη θερμοκρασία. Τυπικό φυσικό φαινόμενο συμπύκνωσης: σχηματισμός μικρών σταγόνων νερού (δροσιά) τη νύχτα πάνω στα… … Dictionary of Greek
αλδολική συμπύκνωση — Ο πολυμερισμός μιας αλδεΰδης παρουσία οξέος ή αλκαλίου, π.χ. σχηματισμός αλδόλης από την ακεταλδεΰδη 2CH3CHO → CH3CH(OH)CH2CHO. Πολλές φορές, η α.σ. συνοδεύεται από απόσπαση νερού και σχηματισμό ακόρεστης αλδεΰδης: CH3CH(OH)CH2CHO → CH3CH = CH… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
αλδόλη — Ένωση που σχηματίζεται από συμπύκνωση δύο μορίων αλδεΰδης. Η συμπύκνωση συνίσταται σε μια ειδική αντίδραση μεταξύ των δύο μορίων, εξαιτίας της οποίας στην αλδόλη που προκύπτει περιέχεται τόσο η αλκοολομάδα ΟΗ όσο και η αλδεϋδομάδα CHO. H… … Dictionary of Greek
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
συμπυκνωτικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται στη συμπύκνωση ή ο κατάλληλος για συμπύκνωση («συμπυκνωτική συσκευή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπυκνώνω / συμπύκνωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα] … Dictionary of Greek
εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek